- αθωράκιστος
- -η, -ο (Α ἀθωράκιστος, -ον) [θωρακίζω]αυτός που δεν φοράει θώρακα, που δεν προστατεύεται από πανοπλίανεοελλ.αυτός που δεν έχει χαλύβδινη προστατευτική επένδυση, «πλοίο αθωράκιστο».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθωράκιστος — αθωράκιστος, η, ο και αθωράκωτος, η, ο αυτός που δεν έχει θώρακα: Σε ορισμένα σημεία το πλοίο ήταν αθωράκιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθωράκιστος — without breastplate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθωρακίστως — ἀθωράκιστος without breastplate adverbial ἀθωράκιστος without breastplate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθωράκιστον — ἀθωράκιστος without breastplate masc/fem acc sg ἀθωράκιστος without breastplate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθωρακίστους — ἀθωράκιστος without breastplate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθωράκωτος — η, ο [θωρακωτός] (για πλοία) αυτός που δεν έχει χαλύβδινη προστατευτική επένδυση, βλ. αθωράκιστος … Dictionary of Greek
αθώρηκτος — (I) ἀθώρηκτος, ον (Α) [θωρήσσω (Ι)] ο χωρίς θώρακα, αθωράκιστος. (II) ἀθώρηκτος, ον (Α) [θωρήσσω (ΙΙ)] αυτός που δεν είναι πιωμένος, αμέθυστος, νηφάλιος … Dictionary of Greek
ακατάφρακτος — η, ο και ακατάφραχτος 1. εκείνος που δεν έχει περιφραχτεί, άφραχτος 2. που δεν έχει οχυρωθεί εντελώς, ο ανοχύρωτος, ο άθωράκιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατάφρακτος < καταφράσσω] … Dictionary of Greek